Η Eλιά απαντάται σε όλες τις μεσογειακές χώρες και κατάγεται από τη Μικρά Ασία. Στα προϊόντα της συγκαταλέγονται οι πράσινες και μαύρες βρώσιμες ελιές, το λάδι, τα φύλλα (στα οποία αποδίδονται αντιπυρετικές ιδιότητες) και το ξύλο, χρήσιμο στην καύση και στην επιπλοποιία.
Πρόκειται για δέντρα αειθαλή, μεγάλου ύψους, με κορμό γεμάτο κόμπους, καλυμμένο με γκριζωπό φλοιό. Τα άνθη παρουσιάζονται ενωμένα σε άσπρες φοβοειδείς ταξιανθίες, μεταξύ Απριλίου και Μαΐου. Οι καρποί τους είναι ωοειδείς δρύπες, κοκκινωπού, πράσινου ή μελανώδους χρώματος, αποτελούμενοι από σάρκα και ξυλώδη πυρήνα.
Η Ελιά απαριθμεί πολλές ποικιλίες ανάλογα τον τόπο καλλιέργειάς τους. Τα δέντρα μπορούν να προσαρμόζονται σε φτωχά, πετρώδη, ξηρικά εδάφη, ενώ είναι ανθεκτικά σε ασβεστώδεις περιοχές και στην ξηρασία. Ακόμα, υπόκεινται σε κλαδέματα διαμόρφωσης για καλύτερο, κυρίως, αερισμό της κόμης, καρποφορίας, για αύξηση παραγωγής και ανανέωσης σε περίπτωση γερασμένων δέντρων.
Ασθένειες και Εχθροί της ελιάς: Ενδεικτικά, το κυκλοκόνιο (μύκητας Cycloconium aleagineum), προκαλεί γκρίζες κηλίδες στα φύλλα, οι οποίες στη συνέχεια παίρνουν καστανό χρώμα με κίτρινη άλω, ενώ οι καρποί καλύπτονται από γκρίζα μούχλα. Η φυματίωση ή καρκίνος προκαλείται από το βακτήριο Pseudomonas savastanoi, μπαίνει από τραύματα και ακάλυπτες τομές κλαδέματος και προκαλεί εξογκώματα πάνω σε κλαδιά, μίσχους και φύλλα, ενώ τα προσβεβλημένα κλαδιά παύουν να αναπτύσσονται και ξεραίνονται. Επιπρόσθετα, ο δάκος της ελιάς (Dacus oleae) τρέφεται από σακχαρούχα υγρά και εμφανίζεται κοντά στον Ιούνιο, προσβάλλοντας τους μικρούς καρπούς. Οι άσπρες προνύμφες τρέφονται με τη σάρκα των καρπών και βγαίνοντας από αυτούς, δημιουργούν «άνοιγμα» με αποτέλεσμα οι καρποί να ζαρώνουν και να πέφτουν. Η μεγάλη ψώρα της ελιάς (Saisetiaoleae), προσβάλει κυρίως την ελιά και τα εσπεριδοειδή και εγκαθίστανται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και στα νεαρά κλαδιά, με αποτέλεσμα τα δέντρα να μαραίνονται και να μειώνεται η παραγωγή τους.